- αυχενιστήρ
- αὐχενιστήρ, ο (Α) [αυχενίζω]1. (βρόχος) κατάλληλος για απαγχονισμό2. επίδεσμος του αυχένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐχενιστῆρα — αὐχενιστήρ halter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενιστῆρι — αὐχενιστήρ halter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενιστῆρος — αὐχενιστήρ halter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχενίζω — αὐχενίζω (Α) 1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω 2. στραγγαλίζω, πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν ( ένος). ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζω αρχ. μσν. παραυχενίζω] … Dictionary of Greek